σπάζω

σπάζω
και σπάνω και σπάω Ν
1. κομματιάζω κάτι χτυπώντας το ή ρίχνοντας το κάτω (α. «σπάω πέτρες με τη βαριά» β. «γλίστρησα κι έσπασα το ποτήρι»)
2. προξενώ ζημιά ή καταστροφή σε κάτι (α. «με τη μεταφορά έσπασαν το τραπέζι» β. «ο αέρας έσπασε τα δέντρα»)
3. προξενώ ή υφίσταμαι κάταγμα οστού ή δοντιού (α. «τού έσπασα τα δόντια με γροθιές» β. «δάγκωσα καρύδι κι έσπασα το δόντι μου» γ. «έπεσα κι έσπασα το πόδι μου»)
4. χάνω τις σωματικές ή τις ψυχικές μου δυνάμεις («δεν μπορεί να τρέξει πια, έχει σπάσει»)
5. μειώνομαι, εξασθενώ («έσπασε από χθες η ζέστη»)
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σπασμένος, -η, -ο
α) αυτός που πάσχει από κήλη, κατεβασμένος
β) αδύναμος, άτολμος
γ) (για προφορά) άσχημος, κακός
7. μέσ. σπάζομαι
εκνευρίζομαι, αγανακτώ
8. φρ. α) «σπάω πλάκα» ή «σπάζω κέφι» — διασκεδάζω με αστεία και φάρσες
β) «σπάω κάποιον στο ξύλο» — ξυλοκοπώ άγρια κάποιον
γ) «σπάω στη δουλειά [στο διάβασμα κ.λπ.]» — δουλεύω πολύ σκληρά, επιδίδομαι με πολύ ζήλο σε κάτι
δ) «σπάω το μυαλό μου» ή «σπάω το κεφάλι μου» — σκέπτομαι, προβληματίζομαι πάρα πολύ ή προσπαθώ να θυμηθώ κάτι και δεν μπορώ
ε) «τού τά σπάω» ή «τού τή σπάω», (ιδιωμ.) τόν εξοργίζω, τόν κάνω να αγανακτήσει
στ) «σπάω τον κώδικα» — αποκρυπτογραφώ
ζ) «σπάζω το φράγμα τού ήχου»
(για αεροπλάνα) υπερβαίνω το όριο ταχύτητας διάδοσης τού ήχου
η) «μιλάει σπασμένα»
(σχετικά με ξένη γλώσσα) χρησιμοποιεί τη γλώσσα με δυσκολία, με λάθη στο λεξιλόγιο, ή στη σύνταξη και στην προφορά
θ) «μού τή σπάει» — δεν μού αρέσει, μέ εκνευρίζει
ι) «πληρώνω τα σπασμένα» — τιμωρούμαι για αδικήματα που δεν έκανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπάω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπάζω — και σπάω και σπάνω έσπασα, σπάστηκα, σπασμένος 1. μτβ. και αμτβ., τσακίζω, θραύω: Πέταξε το ποτήρι στον τοίχο και το έσπασε. – Έσπασαν τα αβγά. 2. μτφ., «Σπάζω το ρεκόρ», ξεπερνάω την επίδοση που έχει επιτευχθεί σε κάποιο αγώνισμα· «Σπάζω το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπάζω — 1 → δες σπάω 2 έσπασα, σπασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπάζω : λιγότερο εύχρηστος τύπος σε σχέση με το σπάω. Στη λογοτεχνική γλώσσα απαντάται και ο τύπος σπω (Σπούσαν πίσω της αφάνες φως [Ελύτης, σελ. 77]) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …   Dictionary of Greek

  • περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… …   Dictionary of Greek

  • άγνυμι — ἄγνυμι (Α) 1. θραύω, συντρίβω, σπάζω 2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα 3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fάγ νυ μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • κατάγνυμι — (AM, Α και καταγνύω και κατάσσω και κατεάσσω) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεαγώς, υία και υῑα, ός σπασμένος, κομματιασμένος, συντριμμένος μσν. οδηγώ προς τα κάτω, κατεβάζω αρχ. 1. σπάζω σε κομμάτια, κατασυντρίβω, κατακομματιάζω («δόρατα… …   Dictionary of Greek

  • καταθλώ — (I) καταθλῶ, άω (Α) 1. κατασυντρίβω, σπάζω σε πολλά κομμάτια 2. ευνουχίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θλῶ «σπάζω»]. (II) καταθλῶ, έω (Α) 1. καταβάλλω, νικώ κάποιον 2. εξουσιάζω 3. ασκώ, γυμνάζω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ κατηθληκότες (για… …   Dictionary of Greek

  • κατακλώ — κατακλῶ, άω (Α) 1. σπάζω απότομα κάτι («τὰ δόρατα κατέκλων», Ηρόδ.) 2. καταθλίβω, κατασυντρίβω («ἔμοιγε κατεκλάσθη... ἧτορ», Ομ. Οδ.) 3. καθιστώ κάποιον μαλθακό 4. παθ. κατακλῶμαι, άομαι α) καταβάλλομαι από τον πυρετό («ὄμματα κατακεκλασμένα»,… …   Dictionary of Greek

  • καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”